
Άρθρο από τον Θ. Δ. ΦΡΑΓΚΟΠΟΥΛΟ στο ΕΘΝΟΣ - Πέμπτη 21 Αυγούστου 1986

Σ το δεύτερο δεκαπενθήμερο του φετινού Μάη (1986), έγινε μια αναμνηστική έκθεση ζωγραφικής, που δεν θα ήθελα να την αφήσω ασχολίαστη. Πέρασε σχεδόν απαρατήρητη, δυστυχώς, ίσως επειδή έγινε στην πιο ακατάλληλη από όλες τις αίθουσες του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου, στην οδό Ακαδημίας. Για την ακρίβεια, δεν ήτανε καν μια αίθουσα: ήτανε το προχόλ του μεγάρου, εκεί δηλαδή όπου, βιαστικός, μπαίνει κανείς προκειμένου να πάει να δει τους εκθεσιακούς χώρους. Έτσι, ο ζωγράφος Λεό Δαράκης, άτυχος σε όλη του τη ζωή, ατύχησε και στην αναμνηστική μεταθανάτια του έκθεση, που με τόση στοργή φρόντισαν να γίνει οι προικισμένες αδερφές του, η καθηγήτρια του Παρισιού Μαρία Δαράκη και η γνωστή ποιήτρια της Αθήνας, Ζέφη Δαράκη. Ο κατατρεγμός της μοίρας απέναντι στον άτυχο ζωγράφο έφτασε έτσι στην αποθέωσή του.
Δεν είδα πουθενά μια μνεία της έκθεσης τούτης στον κατά τα άλλα πολύ φλύαρό μας Τύπο, όταν πρόκειται για εκθέσεις ζωγραφικής.
Ίσως επειδή ο ζωγράφος ήτανε νεκρός και τα έργα του η οικογένειά του δεν τα είχε προς πώληση - κίνητρο τρομερό, πρέπει κανείς να πει, για τους τεχνοκριτικούς. Ή ίσως θέλω να πω αντικίνητρο; Ας είναι. Παιδί του εμφύλιου και των μετεμφυλιακών διώξεων, ο Παντελής (Λεό) Δαράκης, γεννήθηκε το 1947 στη Μυτιλήνη, σπούδασε αρχιτεκτονική και ιστορία της τέχνης στο Παρίσι, όπου τον βρήκε η απριλιανή λοιμική, και αποφάσισε να μην έρθει στην Ελλάδα, πράγμα που τον έκανε να χαρακτηριστεί λιποτάκτης και να παιδευτεί χρόνια πολλά μετά τη μεταπολίτευση για να άρει αυτόν το χαρακτηρισμό. Στο μεταξύ, τελείωσε τις σπουδές του και αναγορεύτηκε διδάκτορας σε μια σπάνια επιστημονική περιοχή, εκεί όπου η τέχνη και η επιστήμη συναντώνται: στον τομέα της «πειραματικής αισθητικής των εικαστικών τεχνών».
Παράλληλα, εργάστηκε σαν ερευνητής της ψυχοφυσιολογίας της όρασης των χρωμάτων, στη χρωματομετρία και στη φυσική του χρώματος, και η ειδίκευση αυτή τον έκανε να είναι ο ένας στους πέντε, όλους κι όλους, επιστήμονες που υπάρχουν στον κόσμο σε τούτη τη ζηλευτή ειδικότητα, την τόσο μεθυστική.
Α λλά παράλληλα, ασχολήθηκε και επαγγελματικά με τη ζωγραφική, εκθέτοντας στο Παρίσι. Το 1985 μπόρεσε επιτέλους να έρθει στην Αθήνα, και ετοιμαζότανε να κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση εδώ, όταν, στις παραμονές των εγκαινίων του, που είχαν ορισθεί για τον Γενάρη του '86, τον βρήκε ξαφνικός και πρόωρος θάνατος, σε ηλικία τριάντα οκτώ ετών. Οι περισσότεροι πίνακές του πρέπει να λογίζονται για χαμένοι. Η οικογένειά του μπόρεσε να περισυλλέξει κάπου τριάντα τόσα κομμάτια, και αυτά εκτέθηκαν.
Τα σωζόμενα έργα του δείχνουν μίαν αξιοπρόσεχτη εξέλιξη και μια συνεχή μετακίνηση από τεχνοτροπία, δείγμα των διερευνητικών του τάσεων και της συνεχούς δοκιμασίας στην οποία υπέβαλε το ταλέντο του. Μετά από μια σύντομη και μάλλον πειραματική θητεία στον κυβισμό, (στην οπτική του Ζαουάν Γκρις μάλλον παρά του Πικάσο) και μερικών εξερευνήσεων στο χώρο του ανεικονισμού, ο Δαράκης προσαγκυρώνεται γερά στο μορφικό είδωλο του γυμνού κορμιού, κυρίως γυναικείου, και αποδίδει, με μια τυραννισμένη πλαστικότητα, μια σειρά από ανθρώπινες, σωματικές συσπάσεις, την εναγώνια πρόσδεση σε ένα όραμα ενός κόσμου σκοτεινού και βασανισμένου. Τα κορμιά των γυναικών του έχουν κάτι από τη στάση σαδιστικά βασανιζόμενων έγκλειστων φυλακισμένων, και το μαύρο χρώμα που τα περιβάλλει - ή και το σκληρό γκρίζο - έχουν κάτι από την ατμόσφαιρα φυλακής. Η τελειότητα του σχεδίου, μια τελειότητα κατακτημένη από πολύκαιρη άσκηση,
κάνει ακόμα πιο εντυπωσιακή αυτή την οδυνηρή σύσπαση του κορμιού. Η θητεία στη ζωγραφική, για τον Δαράκη, δεν ήτανε μια θητεία τέρψης, αλλά μια θητεία πόνου στην πιο ωμή φυσική του μορφή.
Ή ανε πράγματι ένα παιδί του εμφύλιου και των μετεμφυλιακών διώξεων και σπαραγμών. Και οι προοπτικές ανισομέρειες, αλλά και οι ανατομικές δυσπλασίες που προσφέρονται σε μερικά από τα έργα του, αυτό το νόημα θα θέλαν ίσως να υπογραμμίσουν. Όταν του ζητήθηκε, πάντως, να πει μερικά λόγια για τη ζωγραφική του, όπως τη βλέπει ο ίδιος, απάντησε, όχι χωρίς μια δόση χαριτωμένου χιούμορ: «Μου ζήτησαν να διατυπώσω με λίγα λόγια για αυτό που ζωγραφίζω. Δεν θα ζητούσαν, πιστεύω, από έναν ποιητή να κάνει μια ζωγραφική για να εξηγήσει τα ποιήματά του. Η ζωγραφική, καλή ή κακή, δεν «λέγεται», απλώς υπογράφεται, και η υπογραφή σ' έναν πίνακα σημαίνει και το τέλος του. Μόνο το γίγνεσθαι, μόνο αυτό που συμβαίνει πριν απ' την υπογραφή, μόνον αυτό μπορεί να μιληθεί από το ζωγράφο. Το τέλος, είναι πάντα ο θάνατος του έργου και η παράδοσή του στους άλλους. Άνισος αγώνας, λοιπόν, αφού πάντα ένας είναι ο νικητής.....
Η στήλη τούτη δεν κάνει φυσικά τεχνοκριτική. Αλλά, όπως μια φορά, στο φύλλο της 10 Μάη 84 επισήμανα - και νομίζω πως ήμουν ο πρώτος - το ταλέντο του βιολονίστα Λεωνίδα Καβάκου που σήμερα όλοι τόσο δίκαια θαυμάζουμε, δεν μπορεί να κρύψει τη χαρά του ο γράφων και για την επισήμανση του στιβαρού ζωγραφικού ταλέντου ενός καλλιτέχνη σαν τον Λεο Δαράκη, που αυτός, αλίμονο, έχει πάει πέρα από τις όχθες της Αχερουσίας...